Η ιστορία του Μπλάκι συνέβη πριν από αρκετά χρόνια. Μιαν άλλη εποχή που προσπαθούσαν πάλι να «διορθώσουν» την «προβληματική» γειτονιά μας. Ο Μπλάκι ήταν ένας ψιλόλιγνος μαύρος αδέσποτος σκύλος που ζούσε στα Εξάρχεια μεταξύ πλατείας και λόφου του Στρέφη. Ήταν ήσυχος, μοναχικός και κάπως ακατάδεχτος. Πάντοτε περπατούσε γρήγορα προς κάποια κατεύθυνση, σίγουρος και αποφασιστικός και δεν του άρεσαν τα πολλά σαλιαρίσματα. Δεν τσακώνονταν με κανέναν, σκύλο ή άνθρωπο, δεν ενοχλούσε κανέναν και είχε πιάσει φιλίες με τα junkies που εκτιμούσαν ιδιαίτερα αυτή του τη διακριτικότητα. Σιγά-σιγά ο Μπλάκι έγινε πιο κοινωνικός, περνούσε κάθε μέρα και χαιρετούσε όλη τη γειτονιά, όταν μάλιστα του έβαψαν μωβ και μια τούφα από τα κατάμαυρα σγουρά του μαλλιά έγινε ο πιο περιζήτητος αρσενικός στις σκυλίτσες της περιοχής. Ο Μπλάκι κοιμόταν καμιά φορά στου Στρέφη με τα παιδιά που έβρισκαν καταφύγιο εκεί για να πάρουν τη δόση τους. Ένα πρωινό έκανε έφοδο η αστυνομία. Μάζεψαν μερικούς κακόμοιρους και τους έριξαν κάτω στο έδαφος φωνάζοντας απειλητικά και ρίχνοντας τις σχετικές ψιλές. Ο Μπλάκι σαν όλους τους έντιμους σκύλους θέλησε να υπερασπιστεί τους φίλους του κι άρχισε να γαυγίζει λίγο πιο πέρα. Δεν γαύγιζε συχνά, άρα ίσως να είχε πραγματικά φοβηθεί αυτή τη φορά. Και τότε ένας από τους «ατρόμητους» υπερασπιστές του νόμου και της τάξης που μόλις είχαν συλλάβει μια χούφτα ανήμπορους νεαρούς, έβγαλε το υπηρεσιακό του όπλο και πυροβόλησε τον άμοιρο τον Μπλάκι στο κεφάλι. Δεν έγινε και κανα σπουδαίο θέμα, αν και το ανέφερε η Ελευθεροτυπία το συμβάν (στη πολύ καλή στήλη για τα ζώα). Οι φίλοι του Μπλάκι τον έθαψαν εκεί κοντά, έγραψαν σε μια πέτρα το όνομά του που τώρα πια έχει σβηστεί.
Τα Εξάρχεια είναι μια όμορφη γειτονιά που δεν έχει καμία σχέση με την παραπληροφόρηση που τόσο έντεχνα προσφέρεται στα media. Είναι κατά τη γνώμη μου όπως θα έπρεπε να είναι όλες οι συνοικίες σε μια ανθρώπινη πόλη. Όλες οι χρήσεις ανακατεμένες, κατοικία, γραφεία, εμπόριο, αναψυχή, που λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο, προσφέροντας ασφάλεια και ζεστασιά. Είναι μια γειτονιά με μικρή εγκληματικότητα, όπου οι κλοπές είναι ελάχιστες και το βράδυ μπορείς να περπατήσεις άφοβα. Δεν έχουμε μεγάλα πολυκαταστήματα, στα Εξάρχεια ευημερούν ακόμη τα μικρομάγαζα που σου προσφέρουν όλες τις υπηρεσίες που ευκολύνουν τη ζωή σου, επισκευές, επιδιορθώσεις, ψώνια αργά το βράδυ, λαϊκή αγορά, χασάπικα και μανάβικα, βιβλιοπωλεία, ψιλικατζίδικα, μικρά καφενεία για όλες τις ηλικίες, δώρα. Δεν έχουμε μεγάλα club, σκυλάδικα κι εστιατόρια, έχουμε μικρά μπαράκια και καφενεία για όλες τις φυλές, έχουμε μικρά εστιατόρια και μαγειρεία για όλα τα γούστα και όλες τις τσέπες. Αυτή η ποικιλία και η ισορροπία είναι που κάνει αυτή τη γειτονιά να είναι πιο ανεκτική στους κάθε λογής «παραστρατημένους» που κυνηγούν τη δική τους χίμαιρα.
Τώρα τελευταία, σαν τον Μπλάκι, τα Εξάρχεια δεν νοιώθουν πολύ καλά. Κάτι που άρχισαν να ξεφυτρώνουν παντού τα σικ μπαράκια τύπου Ψυρρή, απειλώντας να μετατρέψουν τα Εξάρχεια στη γνωστή εκμαυλισμένη τουριστική ατραξιόν, κάτι που προετοιμάζουν άλλη μια επιχείρηση «αρετή» για να σώσουν μια ανίκανη κυβέρνηση, αρχίζουν να με ζώνουν τα φίδια ότι σιγά-σιγά και με διάφορους τρόπους θα «καθαρίσουν» τη γειτονιά που ζω και αγαπώ. Τρέμω στην ιδέα ότι κάποιοι θα θέλουν να «καθαρίσουν» κι αυτούς τους τοίχους που διηγούνται τη ζωή μας γιατί κάνουν αντίπραξη στην τηλεοπτική εικόνα που θέλουν να μας σερβίρουν.
Κυριακή 29 Απριλίου 2007
Σάββατο 21 Απριλίου 2007
ΕΠΤΑΕΤΙΕΣ…
Σχεδόν όλα τα πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα μεταπολεμικά έχουν ένα περιοδικό κύκλο κατά τι μεγαλύτερο από επτά και κατά τι μικρότερο από οκτώ χρόνια. Προφανώς η περιοδικότητα αυτή οφείλεται στο μέτρο των δύο τετραετιών που κατ’ έθιμον κουτσορεύονται λιγάκι.
Απ’ την άλλη μεριά όμως φαίνεται ότι τα επτά χρόνια είναι κάτι ανάλογο των εννέα μηνών, είναι δηλαδή ο απαραίτητος χρόνος της ‘πολιτικής’ κύησης και ανάλογα με τους γονείς που συνευρέθηκαν θα γεννηθούν τέκνα άξια ή τέρατα.
Σχεδόν επταετία ήταν η πρώτη μετά τον εμφύλιο περίοδος (49-55), οι πληγές του εμφυλίου επουλώθηκαν προχείρως, οι νικητές κράτησαν όμηρους τους νικημένους αλλά έστω κι έτσι η Ελλάδα έπρεπε να εκβιομηχανιστεί.
Επταετία η πρώτη του Καραμανλή (55-63), βίαιη εκβιομηχάνηση περιφερειακού τύπου, αλλά κι οι αγρότες που έγιναν μικροαστοί διεκδίκησαν την εξουσία.
Επταετία η περίοδος ανένδοτου-Ε.Κ.-αποστασίας 61-67, η δεξιά δεν ήταν έτοιμη να παραδώσει την εξουσία (ούτε και οι ΗΠΑ) και κυοφορείται η χούντα των συνταγματαρχών.
Επταετία και η περίοδος της δικτατορίας, κι έτσι παφ, σαν οποιαδήποτε κυβέρνηση πέφτει στα μαλακά. Λίγοι, απελπιστικά λίγοι αντιστέκονται, οι περισσότεροι όμως πλουτίζουν και χτίζουν. Η περίοδος αυτή μας κληρονομεί τα παιδιά της που μας στοιχειώνουν μέχρι σήμερα: πολιτιστικό κιτς, παπαδίστικη αγυρτεία, εθνικοπόπ λαϊκισμός, αμάθεια, διαφθορά, κρατική ασυδοσία και πολιτικός πρωτογονισμός.
Επταετία και η δεύτερη του Καραμανλή (74-81),η Ελλάδα κουκουλώνει για άλλη μια φορά τα κακώς κείμενα και με ταχείς ως συνήθως διαδικασίες εντάσσεται στην Ευρώπη. Η χώρα μοιάζει με τη Λεωφόρο Συγγρού τη νύχτα πριν έρθουν οι επίσημοι καλεσμένοι για την υπογραφή της ένταξης όπου στρατιές ρομ φύτευαν μανιωδώς δεντράκια που μαράθηκαν φυσικά σε μια βδομάδα.
Επταετία και κάτι η πρώτη του Α. Παπανδρέου (81-89), χρωστούμενη από το 61. Οι μικροαστοί ανεβαίνουν το τελευταίο σκαλί στη μεσαία αστική τάξη αφήνοντας οριστικά πίσω τους εργασίες που μόνο ξένοι θα μπορούν πια να κάνουν.
Η τεράστια πολιτική δύναμη του Παπανδρέου και η αλαζονεία του συνασπίζουν τους αντιπάλους του και αυτοί με τη σειρά τους οδηγούν τη χώρα σε μια νέα περίοδο αστάθειας (89-96), τη χώρα κυβερνούν διαδοχικά: ένας αλλοπρόσαλλος συνασπισμός, ένας αντιπαθής πρωθυπουργός και η κυρία Λιάνη. Μέσα στον πανικό γεννιέται ο νέος ισχυρός πόλος εξουσίας, η ιδιωτική τηλεόραση που από τότε ανεβάζει συνεχώς το ποσοστό επιρροής της.
Σαν φυσική συνέπεια οι Έλληνες αποζητούν ένα στοιχειώδες νοικοκύρεμα. Για λίγο πιστέψαμε ότι πιάσαμε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, νοιώσαμε κοσμοπολίτες κι εμείς, είπαμε ότι αφήσαμε πίσω μας την ελληνική κακομοιριά και άλλες τέτοιες αισιόδοξες βλακείες. Λέει ο Σημίτης (96-2004) ότι πέρασε τα οκτώ χρόνια, αλλά ουσιαστικά στα επτά τον είχαν ήδη ξεγράψει. Η αμέλειά του για τον πολιτισμό και την παιδεία (βενιζελοαρσενικοκαναλικής έμπνευσης) άφησε χώρο στο νέο σταρ-αρχιεπίσκοπο και σε μια αμήχανη δεξιά που κατέλαβε την εξουσία σαν ώριμο φρούτο, χωρίς να κάνει καν τον κόπο να κουνήσει το χέρι της (και το μυαλό της).
Και έτσι κάπως ερχόμαστε στο σήμερα, στη μέση της ‘εποχής των επιγόνων’ με την αναπόφευκτη μειωμένη πολιτική δύναμη. Εποχή αστάθειας με πολλά κέντρα εξουσίας και επιστροφή στο γνώριμο χαβαλέ του αυτάρεσκου απομονωτισμού με ολίγο κοσμοπολίτικο μυκονο-εκαλικό νεοπλουτισμό.
Εκείνο που βλέπω να κυοφορείται στην εποχή μας είναι η αυτόνομη ακροδεξιά λεπενικού τύπου. Η συμμαχία των πατριδοκάπηλων της Θεσσαλονίκης, των σταρ-ιερωμένων, των τηλεοπτικών αστέρων, των ανεγκέφαλων εθνικιστών ποδοσφαιρικού τύπου, των οικονομικά και κυρίως των πολιτιστικά απομονωμένων και των υπολειμμάτων του βασιλοχουντισμού νοιώθουν τη δύναμή τους να αυξάνει. Διεκδικούν με αξιώσεις εκλογικά ποσοστά γύρω στο 5% και αν ενωθούν μπορούν να φτάσουν ακόμη ψηλότερα (μέχρι το 10 ή 12). Ο Καραμανλής Β’ δεν φαίνεται ικανός να συγκράτησει αυτό το τμήμα που παραδοσιακά αφομοιώνονταν από τη λαϊκή δεξιά, άλλωστε και η νομή της εξουσίας δεν βοηθά σε αυτή την κατεύθυνση. Τα υπόλοιπα κόμματα παρακολουθούν από απόσταση την αυτονόμηση του χώρου της ακροδεξιάς και μάλιστα ένα κομμάτι της αριστεράς, το περισσότερο παραδοσιακό μοιάζει να στέκεται ‘ανεκτικά’ απέναντί του (και να στεγάζει στελέχη του) επιλέγοντας να χτυπά κυρίως την κεντροαριστερά.
Σε λίγα χρόνια θα ξέρουμε…
Απ’ την άλλη μεριά όμως φαίνεται ότι τα επτά χρόνια είναι κάτι ανάλογο των εννέα μηνών, είναι δηλαδή ο απαραίτητος χρόνος της ‘πολιτικής’ κύησης και ανάλογα με τους γονείς που συνευρέθηκαν θα γεννηθούν τέκνα άξια ή τέρατα.
Σχεδόν επταετία ήταν η πρώτη μετά τον εμφύλιο περίοδος (49-55), οι πληγές του εμφυλίου επουλώθηκαν προχείρως, οι νικητές κράτησαν όμηρους τους νικημένους αλλά έστω κι έτσι η Ελλάδα έπρεπε να εκβιομηχανιστεί.
Επταετία η πρώτη του Καραμανλή (55-63), βίαιη εκβιομηχάνηση περιφερειακού τύπου, αλλά κι οι αγρότες που έγιναν μικροαστοί διεκδίκησαν την εξουσία.
Επταετία η περίοδος ανένδοτου-Ε.Κ.-αποστασίας 61-67, η δεξιά δεν ήταν έτοιμη να παραδώσει την εξουσία (ούτε και οι ΗΠΑ) και κυοφορείται η χούντα των συνταγματαρχών.
Επταετία και η περίοδος της δικτατορίας, κι έτσι παφ, σαν οποιαδήποτε κυβέρνηση πέφτει στα μαλακά. Λίγοι, απελπιστικά λίγοι αντιστέκονται, οι περισσότεροι όμως πλουτίζουν και χτίζουν. Η περίοδος αυτή μας κληρονομεί τα παιδιά της που μας στοιχειώνουν μέχρι σήμερα: πολιτιστικό κιτς, παπαδίστικη αγυρτεία, εθνικοπόπ λαϊκισμός, αμάθεια, διαφθορά, κρατική ασυδοσία και πολιτικός πρωτογονισμός.
Επταετία και η δεύτερη του Καραμανλή (74-81),η Ελλάδα κουκουλώνει για άλλη μια φορά τα κακώς κείμενα και με ταχείς ως συνήθως διαδικασίες εντάσσεται στην Ευρώπη. Η χώρα μοιάζει με τη Λεωφόρο Συγγρού τη νύχτα πριν έρθουν οι επίσημοι καλεσμένοι για την υπογραφή της ένταξης όπου στρατιές ρομ φύτευαν μανιωδώς δεντράκια που μαράθηκαν φυσικά σε μια βδομάδα.
Επταετία και κάτι η πρώτη του Α. Παπανδρέου (81-89), χρωστούμενη από το 61. Οι μικροαστοί ανεβαίνουν το τελευταίο σκαλί στη μεσαία αστική τάξη αφήνοντας οριστικά πίσω τους εργασίες που μόνο ξένοι θα μπορούν πια να κάνουν.
Η τεράστια πολιτική δύναμη του Παπανδρέου και η αλαζονεία του συνασπίζουν τους αντιπάλους του και αυτοί με τη σειρά τους οδηγούν τη χώρα σε μια νέα περίοδο αστάθειας (89-96), τη χώρα κυβερνούν διαδοχικά: ένας αλλοπρόσαλλος συνασπισμός, ένας αντιπαθής πρωθυπουργός και η κυρία Λιάνη. Μέσα στον πανικό γεννιέται ο νέος ισχυρός πόλος εξουσίας, η ιδιωτική τηλεόραση που από τότε ανεβάζει συνεχώς το ποσοστό επιρροής της.
Σαν φυσική συνέπεια οι Έλληνες αποζητούν ένα στοιχειώδες νοικοκύρεμα. Για λίγο πιστέψαμε ότι πιάσαμε τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, νοιώσαμε κοσμοπολίτες κι εμείς, είπαμε ότι αφήσαμε πίσω μας την ελληνική κακομοιριά και άλλες τέτοιες αισιόδοξες βλακείες. Λέει ο Σημίτης (96-2004) ότι πέρασε τα οκτώ χρόνια, αλλά ουσιαστικά στα επτά τον είχαν ήδη ξεγράψει. Η αμέλειά του για τον πολιτισμό και την παιδεία (βενιζελοαρσενικοκαναλικής έμπνευσης) άφησε χώρο στο νέο σταρ-αρχιεπίσκοπο και σε μια αμήχανη δεξιά που κατέλαβε την εξουσία σαν ώριμο φρούτο, χωρίς να κάνει καν τον κόπο να κουνήσει το χέρι της (και το μυαλό της).
Και έτσι κάπως ερχόμαστε στο σήμερα, στη μέση της ‘εποχής των επιγόνων’ με την αναπόφευκτη μειωμένη πολιτική δύναμη. Εποχή αστάθειας με πολλά κέντρα εξουσίας και επιστροφή στο γνώριμο χαβαλέ του αυτάρεσκου απομονωτισμού με ολίγο κοσμοπολίτικο μυκονο-εκαλικό νεοπλουτισμό.
Εκείνο που βλέπω να κυοφορείται στην εποχή μας είναι η αυτόνομη ακροδεξιά λεπενικού τύπου. Η συμμαχία των πατριδοκάπηλων της Θεσσαλονίκης, των σταρ-ιερωμένων, των τηλεοπτικών αστέρων, των ανεγκέφαλων εθνικιστών ποδοσφαιρικού τύπου, των οικονομικά και κυρίως των πολιτιστικά απομονωμένων και των υπολειμμάτων του βασιλοχουντισμού νοιώθουν τη δύναμή τους να αυξάνει. Διεκδικούν με αξιώσεις εκλογικά ποσοστά γύρω στο 5% και αν ενωθούν μπορούν να φτάσουν ακόμη ψηλότερα (μέχρι το 10 ή 12). Ο Καραμανλής Β’ δεν φαίνεται ικανός να συγκράτησει αυτό το τμήμα που παραδοσιακά αφομοιώνονταν από τη λαϊκή δεξιά, άλλωστε και η νομή της εξουσίας δεν βοηθά σε αυτή την κατεύθυνση. Τα υπόλοιπα κόμματα παρακολουθούν από απόσταση την αυτονόμηση του χώρου της ακροδεξιάς και μάλιστα ένα κομμάτι της αριστεράς, το περισσότερο παραδοσιακό μοιάζει να στέκεται ‘ανεκτικά’ απέναντί του (και να στεγάζει στελέχη του) επιλέγοντας να χτυπά κυρίως την κεντροαριστερά.
Σε λίγα χρόνια θα ξέρουμε…
Κυριακή 15 Απριλίου 2007
ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΟΡΤΗΣ
Ένας φίλος μου σιχαίνεται τις γιορτές. Υποθέτω ότι δεν είναι ο μόνος. Κάθε φορά που συναντιόμαστε Χριστούγεννα ή Πάσχα είναι τόσο τσατισμένος με την υποχρεωτικά ‘χαρούμενη’ ατμόσφαιρα των γιορτών που σε κάνει να θέλεις να τις υπερασπιστείς.
Δεν καταλαβαίνει γιατί θα πρέπει τα Χριστούγεννα να ανταλλάξει ένα σωρό άχρηστα δωράκια, να ξενυχτήσει παρέα με ανθρώπους που δεν εκτιμά ιδιαίτερα, να φιλήσει σταυρωτά ένα τσούρμο συγγενείς πριν και μετά τη θυσία της γαλοπούλας, να ευχηθεί για μια νέα χρονιά που δεν υπάρχει περίπτωση να είναι καλύτερη. Το Πάσχα είναι ακόμη χειρότερα. Κάτι η άνοιξη, κάτι το overdose της ‘κατάνυξης’ είναι και το αρνί που είναι μεγαλύτερο απ’ τη γαλοπούλα και τρελαίνεται, χλομιάζει απ’ το κακό του και κάνει ακριβώς ότι και οι άλλοι.
Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε τη μεγάλη βδομάδα, προσπάθησα να τον πείσω ότι οι τελετουργίες είναι χρήσιμες στην κοινωνία γιατί η μίμηση και η επανάληψη των ίδιων ενεργειών, με τον ίδιο τρόπο, σε τακτά χρονικά διαστήματα δίνει στον άνθρωπο την ασφάλεια της σταθερότητας του έξω κόσμου.
Οι μεγάλες γιορτές συνδέονται με τη φύση, γίνονται περίπου τις ίδιες μέρες αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο και τις θρησκείες ακόμη και τις εθνικές επετείους. Στην αρχή του χειμώνα (Ραμαζάνι), στο μέσον του χειμώνα (Λήναια στην αρχαία Αθήνα, μεγάλες γιορτή του θεού Ήλιου και γενέθλια του Μίθρα στην αρχαία Ρώμη, Χριστούγεννα, Μπαϊράμι) στην αρχή της άνοιξης (Εβραϊκό Πάσχα, Μεγάλα Διονύσια με τους τραγικούς αγώνες στην αρχαία Αθήνα, Χριστιανικό Πάσχα) στο μέσο του καλοκαιριού (Παναθήναια), στο τέλος του καλοκαιριού (Μεγάλα Ελευσίνια, Δεκαπενταύγουστος) κλπ. Είναι περισσότερο συνδεδεμένες με την αγροτική φάση της κοινωνίας και η αναπόφευκτη προσαρμογή τους στις σύγχρονες αστικές συνήθειες είναι κατά βάση εμπορική. Τα Χριστούγεννα ξεστοκάρονται κυρίως είδη και το Πάσχα τρόφιμα (συμπεριλαμβανομένων και των νηστίσιμων). Είναι φυσικό, αφού στις πόλεις τίποτα δεν μας κάνει να γιορτάζουμε την αλλαγή των εποχών ούτε να ζητάμε την εύνοια των θεών για τη σοδιά μας. Στρεφόμαστε σε αυτό που κάνουμε καλύτερα, που μας κρατάει ζωντανούς και μας κάνει να ελπίζουμε ακόμη, την κατανάλωση.
Ακόμα κι έτσι όμως, κάποιοι από μας είμαστε πιο συνειδητά προσαρμοσμένοι στη θεατρική αναπαράσταση των ‘παραδοσιακών’ εθίμων, κάποιοι άλλοι. ψάχνοντας να βρούμε το χαμένο μας ρόλο που έχουμε ανάγκη, στεκόμαστε αμήχανα απ’ έξω κουνώντας χεράκια-ποδαράκια στο ρυθμό των εμπόρων (συμπεριλαμβανομένων και των παπάδων) που κάνουν οι άμοιροι νοερά υπολογισμούς στο μυαλό τους αν θα ρεφάρουν, γι’ αυτό και φαίνονται λίγο απόκοσμοι…
Δεν είναι καθόλου κακό οι τελετουργίες των γιορτών να έχουν αξία για μια ομάδα ανθρώπων, ή του ποδοσφαίρου για μια άλλη, ή η τελετουργία της ‘επανάστασης’ με τις εθιμικές πορείες σε μια τρίτη. Το δύσκολο είναι να βρεις μια δικιά σου να συμμετάσχεις -όχι μια μικρή καθημερινή γιατί τέτοιες έχουμε πολλές- αλλά μια μεγάλη που θα σε κάνει να νοιώσεις ασφάλεια μέσα στην επανάληψή της, να πάρεις ένα τόσο δα μικρό ρόλο σε μια μεγαλεπήβολη παράσταση, να νοιώσεις για μια στιγμή αθάνατος, ξανά και ξανά!
Βοήθησα το φίλο μου να νοιώσει καλύτερα; Δεν ξέρω, είχε ήδη φύγει για το χωριό…
Δεν καταλαβαίνει γιατί θα πρέπει τα Χριστούγεννα να ανταλλάξει ένα σωρό άχρηστα δωράκια, να ξενυχτήσει παρέα με ανθρώπους που δεν εκτιμά ιδιαίτερα, να φιλήσει σταυρωτά ένα τσούρμο συγγενείς πριν και μετά τη θυσία της γαλοπούλας, να ευχηθεί για μια νέα χρονιά που δεν υπάρχει περίπτωση να είναι καλύτερη. Το Πάσχα είναι ακόμη χειρότερα. Κάτι η άνοιξη, κάτι το overdose της ‘κατάνυξης’ είναι και το αρνί που είναι μεγαλύτερο απ’ τη γαλοπούλα και τρελαίνεται, χλομιάζει απ’ το κακό του και κάνει ακριβώς ότι και οι άλλοι.
Την τελευταία φορά που βρεθήκαμε τη μεγάλη βδομάδα, προσπάθησα να τον πείσω ότι οι τελετουργίες είναι χρήσιμες στην κοινωνία γιατί η μίμηση και η επανάληψη των ίδιων ενεργειών, με τον ίδιο τρόπο, σε τακτά χρονικά διαστήματα δίνει στον άνθρωπο την ασφάλεια της σταθερότητας του έξω κόσμου.
Οι μεγάλες γιορτές συνδέονται με τη φύση, γίνονται περίπου τις ίδιες μέρες αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο και τις θρησκείες ακόμη και τις εθνικές επετείους. Στην αρχή του χειμώνα (Ραμαζάνι), στο μέσον του χειμώνα (Λήναια στην αρχαία Αθήνα, μεγάλες γιορτή του θεού Ήλιου και γενέθλια του Μίθρα στην αρχαία Ρώμη, Χριστούγεννα, Μπαϊράμι) στην αρχή της άνοιξης (Εβραϊκό Πάσχα, Μεγάλα Διονύσια με τους τραγικούς αγώνες στην αρχαία Αθήνα, Χριστιανικό Πάσχα) στο μέσο του καλοκαιριού (Παναθήναια), στο τέλος του καλοκαιριού (Μεγάλα Ελευσίνια, Δεκαπενταύγουστος) κλπ. Είναι περισσότερο συνδεδεμένες με την αγροτική φάση της κοινωνίας και η αναπόφευκτη προσαρμογή τους στις σύγχρονες αστικές συνήθειες είναι κατά βάση εμπορική. Τα Χριστούγεννα ξεστοκάρονται κυρίως είδη και το Πάσχα τρόφιμα (συμπεριλαμβανομένων και των νηστίσιμων). Είναι φυσικό, αφού στις πόλεις τίποτα δεν μας κάνει να γιορτάζουμε την αλλαγή των εποχών ούτε να ζητάμε την εύνοια των θεών για τη σοδιά μας. Στρεφόμαστε σε αυτό που κάνουμε καλύτερα, που μας κρατάει ζωντανούς και μας κάνει να ελπίζουμε ακόμη, την κατανάλωση.
Ακόμα κι έτσι όμως, κάποιοι από μας είμαστε πιο συνειδητά προσαρμοσμένοι στη θεατρική αναπαράσταση των ‘παραδοσιακών’ εθίμων, κάποιοι άλλοι. ψάχνοντας να βρούμε το χαμένο μας ρόλο που έχουμε ανάγκη, στεκόμαστε αμήχανα απ’ έξω κουνώντας χεράκια-ποδαράκια στο ρυθμό των εμπόρων (συμπεριλαμβανομένων και των παπάδων) που κάνουν οι άμοιροι νοερά υπολογισμούς στο μυαλό τους αν θα ρεφάρουν, γι’ αυτό και φαίνονται λίγο απόκοσμοι…
Δεν είναι καθόλου κακό οι τελετουργίες των γιορτών να έχουν αξία για μια ομάδα ανθρώπων, ή του ποδοσφαίρου για μια άλλη, ή η τελετουργία της ‘επανάστασης’ με τις εθιμικές πορείες σε μια τρίτη. Το δύσκολο είναι να βρεις μια δικιά σου να συμμετάσχεις -όχι μια μικρή καθημερινή γιατί τέτοιες έχουμε πολλές- αλλά μια μεγάλη που θα σε κάνει να νοιώσεις ασφάλεια μέσα στην επανάληψή της, να πάρεις ένα τόσο δα μικρό ρόλο σε μια μεγαλεπήβολη παράσταση, να νοιώσεις για μια στιγμή αθάνατος, ξανά και ξανά!
Βοήθησα το φίλο μου να νοιώσει καλύτερα; Δεν ξέρω, είχε ήδη φύγει για το χωριό…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)